- ιμαντοκίνητος
- -η, -ο(για μηχανές)αυτός που κινείται με ιμάντα ο οποίος ενώνει τους τροχούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. belt driven. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιμαντοκίνητος — η, ο (για μηχανές), που κινείται με ιμάντα ο οποίος ενώνει δύο τροχούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)